Αυλοτόπι 1999
Αθανασία, ή σχεδόν 22/11/2011 Πέρα από ό, τι ακούτε στις εκθέσεις κρασιού, τα ελληνικά κρασιά που όχι μόνο αντέχουν, αλλά είναι καλύτερα μετά από 15 χρόνια,
είναι ελάχιστα.Και βεβαίως, δεν έχει νόημα να κρατάς μια φιάλη τόσα χρόνια αν δεν πρόκειται να πιεις κάτι εξαιρετικό, κάτι που να ανταμείβει την υπομονή και να δικαιώνει την προσμονή.
Τηλεφώνησε πως δεν θα έλθει. Αποφάσισα μέσα σε δευτερόλεπτα να μην λυπηθώ, κυρίως την ίδια. Γιατί είχα ανοίξει ένα Αυλοτόπι του 1999 του φίλου Γιάννη Τσέλεπου 5 ώρες πριν και έδειχνε νεανικό -σαν εμένα - ζωηρό και υποσχόμενο για περισσότερα, όταν θα άνοιγε. Και γιατί έχω αποφασίσει να μη λυπάμαι σε αυτές τις περιπτώσεις. Η ζωή καμμιά φορά σου ρίχνει μια και σε πετάει στις λάσπες. Αν πιάσεις το υποννοούμενο, χαίρεσαι το πλατσούρισμα, σαν παιδί.
Βάζω λοιπόν κρασί στο ποτήρι μου, το στριφογυρίζω. Αργά δάκρυα στα τοιχώματα του ποτηριού. Καθαρό σκούρο φρούτο, νεανικό και ώριμο ταυτόχρονα. Απίστευτα καθαρό. Παίρνω λίγο στο στόμα. Ταννίνες. Καθαρές, διαβαθμισμένες, μαλακωμένες, υπέροχες, χωρίς μαρμελάδες. Το βαρέλι πουθενά. Δομή. Θέλω μουσική. Βάζω Wynton Marsalis, Magic Hour.
Σερβίρω ένα πιάτο φαΐ, χωρίς σαλάτα, μόνο λίγη κατσικίσια φέτα και ελιές, δυο λογιών. Ξαναδοκιμάζω μετά την πρώτη μπουκιά. Δεν λυγίζει ούτε χιλιοστό. That’s my baby. Τώρα είναι μια χούφτα Ελληνικά κρασιά που δεν λυγίζουν στο φαινομενικά απλό μοσχάρι ραγού με άγρια πικροράδικα, πιπεριές Φλωρίνης, μία πατάτα και μία ντομάτα. Το μαγειρεύω αργά, μέχρι να πάρει το κρέας πίκρα από τα χόρτα και τα χόρτα ταννίνες από το κρέας. Η γεύση είναι σαν τη λοξή φάλαγγα, δεν μπορείς να ξεφύγεις, αντίστιξη ανάμεσα στις ταννίνες και το υπόπικρο. Το κρασί κρατάει τα ίσα του και σχεδόν χαμογελάει. Μάλλον του αρέσει η μουσική.
Το πιάτο τελειώνει και δεν ξαναγεμίζω, ασκητικός. Όμως λίγο κατσικίσιο τυρί, λίγη γραβιέρα με πιπέρι για γλύκα και κριτσίνια ολικής από τον φούρνο του Χρήστου, Βουλγαροκτόνου και Ιπποκράτους. Η επίγευση είναι απίστευτη. Τόση ώρα με ένα ποτήρι.
Ξαναγεμίζω. Αλλάζω μουσική, Ole, Coltrane και κατεβάζω τον T.S. Elliot από τη βιβλιοθήκη. The love song of A. J. Pruffock. Ανεβάζω την ένταση, δεν ενοχλώ, έχω μονώσει τους τοίχους. Δέσαμε. Μουσική, ποίηση, κρασί, έστω γαστρονομία, που δεν μου αρέσει σαν λέξη, έχει λερωθεί από το λάιφστάιλ. Αυτή είναι η υπερβατική φύση του κρασιού. Δεν έχει καμμία σχεδόν σχέση με την επικοινωνιακή του φύση, γίνεται κάτι άλλο, μοναχικό και απόκοσμο, αλλά υπέροχο, όπως οι μουσικές και η ποίηση.
Τι λείπει; Μιά γρήγορη βόλτα με ποδήλατο, με ανηφόρες, στροφές και κατηφόρες. Αλλά έπρεπε να το είχα κάνει πριν. Next time.
Σουίτες για βιολοντσέλο του Μπαχ με τον Φουρνιέ. Ούτε εδώ λύγισε.
Ένα μεγάλο Ελληνικό Cabernet Sauvignon.